μόροξος

μόροξος
μόροξος
Grammatical information: m.
Meaning: `sort of pipe-clay, used to bleach clothes' (Gal., Aët.)
Other forms: also μόροχθος (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Morphologically and etymologically unclear, foreign word; the variation ξ: χθ could be considered as in ἐπιχθόνιος : ἐπίξενος (?), Έρεχθεύς : Έρεχσέ̄ς (Schwyzer 326). (After Grošelj Živa Ant. 7, 227 to *mer- `glitter, sparkle' (WP. 2, 273f., Pok. 733). - The variation is typical of Pre-Greek, Fur. 263 A. 3.
Page in Frisk: 2,256

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μόροξος — μόροξος, ὁ (Α) είδος μαλακού λίθου το οποίο χρησιμοποιούσαν για την λεύκανση τών ενδυμάτων, μόροχθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης ετυμολ. Για την εναλλαγή τών τ. μόροξος: μόροχθος πρβλ. Ερεχθεύς: Ερεχσές και επιχθόνιος:… …   Dictionary of Greek

  • μόροξος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόροξον — μόροξος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόροχθος — μόροχθος, ὁ (Α) μόροξος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μόροξος] …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • μοροξίτης — ο (ορυκτ.) φωσφορικό ορυκτό με καθαρό κυανό χρώμα, το οποίο αποτελεί ποικιλία τού απατίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. moroxite (< μόροξος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”